- κελαδητός
- κελαδητός, -ή, -ό και κελαδιστός, -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που ηχεί σαν κελάδημα: Μια κελαδιστή φωνή ερχότανε από μακριά. – Μιλάει κελαδιστά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.